ἐπήρατος

ἐπήρατος
ἐπήρᾰτος, ον, ([etym.] ἔραμαι)
A lovely, delightsome,

δαίς Il.9.228

;

εἵματα Od.8.366

; freq. of places, [

Ἰθάκη] μᾶλλον ἐ. ἱπποβότοιο 4.606

;

νῆσος Hes.Fr.76.4

; also

καλὸν εἶδος ἐπήρατον Id.Op.63

;

ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι Id.Th.67

;

ἐπήρατον ἴαχον ὄρθιον Sapph.Supp.20c

.4;

κῦδος Alc. Supp.23.13

; later of persons,

ἐ. νεάνιδες A.Eu.958

(lyr.);

παρθενική A.R.3.1099

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • Ἐπήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”